Η θέσπιση των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας για τους ανήλικους υπήρξε αποτέλεσμα προσπάθειας και εναρμόνισης αυτών με εκείνες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του Παιδιού, των βασικών διεθνών κανόνων για την απονομή δικαιοσύνης σε ανηλίκους, των πορισμάτων από εγκληματολογικές έρευνες, των εξελίξεων στη δικαστηριακή πρακτική και των κοινωνικών αλλαγών.
Σε θεσμικό επίπεδο ναι μεν υπήρξε μία σημαντική πρόοδος στο πεδίο της ποινικής αντιμετώπισης της εγκληματικότητας των ανηλίκων, πλην όμως η παράλειψη δημιουργίας υποδομών για την υλοποίηση μίας παιδοκεντρικής αντιεγκληματικής πολιτικής για τους ανηλίκους δεν ανέπτυξε εκείνους τους μηχανισμούς αποχής από παραβατικές συμπεριφορές ούτε και διασφάλισε την ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία.
Επί παράδειγμα ο θεσμός της αποχής του Εισαγγελέα από την ποινική δίωξη ανηλίκου, με ή χωρίς κοινωνικό-παιδαγωγικές παρεμβάσεις με την παροχή κοινωφελούς εργασίας, την ανάθεση της εντατικής επιμέλειας και επιτήρησης σε προστατευτικές εταιρείες ή επιμελητές ανηλίκων με αποφυγή επιβολής ιδρυματικών κυρώσεων, θα βοηθούσε στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων ανηλίκων αλλά και στη μεταβολή της συμπεριφοράς τους.
Η εισαγγελική παράκαμψη με την εφαρμογή ενός ευρύτερου φάσματος αναμορφωτκών μέτρων για την αποφυγή ποινικής δίωξης ή του εγκλεισμού των ανηλίκων σε ειδικό κατάστημα κράτησης θα άλλαζε κατά την άποψή μου το προφίλ της απονομής δικαιοσύνης ενώ και η θέσπιση ενός αυτοτελούς νόμους για τα δικαστήρια ανηλίκων με στόχο την εξυπηρέτηση του συμφέροντος και την ευημερία τους θα μπορούσε να λειτουργήσει γενικοπροληπτικά και υπέρ της κοινωνίας στα πλαίσια μιας αυτόνομης αντιεγκληματικής πολιτικής για τους ανήλικους παραβάτες.
Οι νομοθετικές πρόνοιες και η αυστηροποίηση των ποινών για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας δεν συνιστούν τα μοναδικά μέσα για μία αποτελεσματική σωφρονιστική πολιτική.
Παρίσταται πλέον επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία περισσότερων θεσμών και υπηρεσιών όπως εταιρειών προστασίας ανηλίκων, υπηρεσιών επιμελητών ανηλίκων και δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι θα προσφέρουν στους θεσμούς και τις συγκεκριμένες υπηρεσίες με περίσκεψη και υπευθυνότητα.
Ο αυτοσεβασμός του ανηλίκου, ο σεβασμός που πρέπει να επιδεικνύει και ο ίδιος στα δικαιώματα των συνανθρώπων, ιδίως των θυμάτων, η συναίσθηση της κοινωνικής του ευθύνης καθώς και η διαπαιδαγώγησή του προκειμένου να αποφύγει στο μέλλον την τέλεση νέων εγκληματικών πράξεων επιτυγχάνεται κατά την άποψή μου με την εγκατάλειψη στερητικών της ελευθερίας μέτρων και ποινών μέσω υποστηρικτικών της προσωπικότητάς του μορφών κυρώσεων και μέτρων που εκτελούνται μέσα στην τοπική κοινωνία.
Το κοινωνικό πρόβλημα της εγκληματικότητας των ανηλίκων προβάλει έντονο και επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε αφού και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης γίνεται τακτικά αναφορά σε αξιόποινες πράξεις ανηλίκων και ιδιαίτερα σε πράξεις που ενέχουν βία και σκληρότητα σε βάρος των θυμάτων. Οι βαριές αξιόποινες πράξεις ανηλίκων αναφορικά με το μέγεθος και το είδος της εγκληματικής τους δραστηριότητας παραμένουν μεμονωμένες, η δε παραβατικότητα αυτών στη χώρα μας με την αντίστοιχη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εξελίσσεται σε χαμηλό επίπεδο.
Η υποτίμηση και η αγνόηση των εγκληματολογικών δεδομένων έχει διαμορφώσει μία εσφαλμένη ερμηνεία και αξιολόγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς των ανηλίκων στο πλαίσιο των κοινωνικό-οικονομικών χαρακτηριστικών της εκάστοτε πολιτείας.
Η επιδίωξη ικανοποίησης του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» με τη διαρκώς προβαλλόμενη και από τα ΜΜΕ απαίτηση για αυστηροποίηση των ποινών και αυτό για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εγκληματικότητάς τους δεν συνιστά και το κατάλληλο μέσο για τον συμψηφισμό παραλείψεων ή κάλυψης ελλειμμάτων και κενών της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα εξισορρόπησης των ελλειμμάτων στην εφαρμοσθείσα μέχρι σήμερα πολιτική για τη νέα γενιά.
Οι δείκτες ανεργίας και φτώχιας αποτελούν ένα μείζον πρόβλημα για την κοινωνική ένταξη των ανηλίκων. Η εικόνα της κοινωνίας επιτάσσει αν μη τι άλλο την παιδαγωγική μεταχείριση των νεαρών δραστών με την υλοποίηση εποικοδομητικών προσεγγίσεων σε καθεστώς ελευθερίας όπως επί παράδειγμα με την εφαρμογή προγραμμάτων γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών της αυτομολογούμενης από τους ανήλικους και μη εγκληματικότητας, η παραβατική συμπεριφορά στη νεαρή ηλικία είναι μία ευρέως διαδεδομένη πραγματικότητα και αφορά κατά πλειοψηφία ασήμαντα εγκλήματα, όπως ελαφριές σωματικές βλάβες μεταξύ ανηλίκων, μικροφθορές ξένης ιδιοκτησίας, μικροκλοπές, οδήγηση μοτοποδηλάτου χωρίς δίπλωμα κ.ά. Επίσης τα εγκλήματα που έχουν ως αποτέλεσμα μία μικρή βλάβη των θυμάτων δεν τελούνται κατ’ επανάληψη από τους περισσότερους ανήλικους δράστες.
Έρευνες για την αυτομολογούμενη παραβατικότητα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η παραβατική συμπεριφορά κατά την περίοδο της ανήλικης νεότητας είναι παροδική, εφήμερη και δεν αποτελεί ένδειξη μιας ροπής στην εγκληματικότητα, αλλά είναι συνυφασμένη με την προσωπική τους ανέλιξη η οποία συχνά απορρέει από καταστάσεις σύγκρουσης που σχετίζονται με τη νεαρή τους ηλικία.
Στις περιπτώσεις αυτές η παραβατικότητα δεν θα πρέπει να επιφέρει καμία άλλη συνέπεια πέρα από την εξιχνίαση της πράξης και την επαφή του ανηλίκου δράστη με την αστυνομία, τις εταιρείες προστασίας ανηλίκων, την υπηρεσία επιμελητών ανηλίκων ή και την Εισαγγελία.
Στις περιπτώσεις αυτές δηλαδή των ελαφρών ποινικών αδικημάτων η παράκαμψη της ποινικής διαδικασίας βοηθά αφενός στην επιτάχυνσή της και αφετέρου την αποφυγή του βλαπτικού στιγματισμού των ανηλίκων παραβατών λόγω της στιγματιστικής επήρειας της περάτωσης της ποινικής δίκης με καταδίκη.
Ακόμη και στις περιπτώσεις πολλαπλής εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς υπάρχουν πολλές πιθανότητες κοινωνικής ένταξης ακόμα και για εκείνους τους ανηλίκους που τέλεσαν βαριές εγκληματικές πράξεις.
Προς την κατεύθυνση αυτή η παρακολούθηση κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων, η φοίτηση σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης και γενικότερα η αναζήτηση εποικοδομητικών και υποστηρικτικών ενεργειών είναι προτιμότερη από την κράτησή τους σε σωφρονιστικά καταστήματα προκειμένου να επιτευχθεί η ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία.
Επιγραμματικά τα εγκληματολογικά πορίσματα που προκύπτουν από τη συνδυασμένη ανάλυση των στοιχείων των επίσημων εγκληματολογικών στατιστικών και των ερευνών αφανούς εγκληματικότητας είναι:
- Οι περισσότεροι άνθρωποι κατά την περίοδο της ανηλικότητας τελούν μία φορά ή περιστασιακά κάποιο (ελαφρύ) έγκλημα.
- Η πλειοψηφία των εγκλημάτων που τελούν οι ανήλικοι είναι από τη σκοπιά της προκαλούμενης βλάβης ευτελούς αξίας ή ασήμαντη.
- Η τέλεση των εγκληματικών πράξεων κατά κανόνα δεν επαναλαμβάνεται. Ακόμη και σε περίπτωση πολλαπλής εγκληματικής δραστηριότητας παραμένει αυτή επί τω πλείστον επεισοδιακή και παύει από μόνη της.
- Ελάχιστοι ανήλικοι τελούν περισσότερα εγκλήματα ή βαριάς μορφής εγκλήματα και ακολουθούν μία εγκληματική σταδιοδρομία.
- Οι πιθανότητες εμπλοκής στους μηχανισμούς του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης αυξάνουν τη σοβαρότητα του αδικήματος.
- Τα ανίσχυρα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα τροφοδοτούν κυρίως τους μηχανισμούς της ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομία, εισαγγελία, δικαστήρια, φυλακές).
- Περισσότερα εγκλήματα τελούνται και καταγγέλλονται στις αρμόδιες αρχές στις πόλεις παρά στα χωριά.
- Κάποιοι από τους νεαρούς δράστες εγκλημάτων υπήρξαν οι ίδιοι στο παρελθόν θύματα εγκλημάτων.
- Οι ηλικιωμένοι είναι περισσότερο πιθανόν να γίνουν θύματα εγκλημάτων ενηλίκων παρά ανηλίκων.
- Οι ανήλικοι διαπράττουν συχνότερα εγκλήματα βίας εναντίον ανθρώπων που γνωρίζουν και συνήθως εναντίον συνομηλίκων τους παρά αγνώστων.
- Τα εγκλήματα βίας που διαπράττουν οι ανήλικοι δεν είναι περισσότερο σοβαρά από αυτά που διαπράττουν οι ενήλικοι. Το αντίθετο είναι ο κανόνας.
- Οι νεαροί άνδρες είναι συχνά δράστες και θύματα εγκλημάτων βίας σε δημόσιους χώρους (στους δρόμους), ενώ οι νεαρές γυναίκες είναι συχνότερα θύματα εγκλημάτων βίας στο σπίτι (π.χ. σεξουαλικής κακοποίησης, βιασμού).
Οι απαιτήσεις για αυστηροποίηση του ποινικού δικαίου ανηλίκων στηρίζονται σε μία σειρά υποθέσεων και ιδίως στις ακόλουθες:
- Η εγκληματικότητα των ανηλίκων έχει αυξηθεί δυσανάλογα σε σχέση με την αύξηση της εγκληματικότητας του γενικού πληθυσμού.
- Έχουν αυξηθεί κυρίως τα εγκλήματα βίας των ανηλίκων τα οποία έχουν προσλάβει νέες ποιοτικές διαστάσεις.
- Η μέχρι σήμερα αντιεγκληματική πολιτική για ανηλίκους και οι φορείς του συστήματος δικαιοσύνης για αυτούς έχουν ενισχύσει αυτή την εξέλιξη και δεν είναι ικανοί ή τουλάχιστον δεν είναι σε θέση να την σταματήσουν.
Τα αποτελέσματα της εμπειρικής εγκληματολογικής έρευνας με ανηλίκους αγνοούνται ή δεν συνεκτιμώνται προσήκοντως όπως ότι:
- Οι ανήλικοι και οι νεαροί ενήλικες είναι πιο συχνά θύματα παρά δράστες εγκλημάτων και μάλιστα θύματα σοβαρών εγκλημάτων.
- Οι ανήλικοι εγκληματίες τελούν κυρίως ελαφριά εγκλήματα. Μία μικρή μειονότητα των νεαρών δραστών διαπράττει εγκλήματα βίας.
- Ο υπερτονισμός της αύξησης των εγκλημάτων βίας που θεωρείται ότι τελούν οι νέοι άνθρωποι βάσει της αστυνομικής στατιστικής δεν επιβεβαιώνεται από την ανάλυση των στοιχείων της στατιστικής της ποινικής δικαιοσύνης (Βλ. βιβλίο της Αγγελικής Πιτσέλα «Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων»).
Σε κάθε περίπτωση η αυστηροποίηση των ποινών και ο εγκλεισμός των ανηλίκων στα σωφρονιστικά καταστήματα δεν εξυπηρετεί την ειδικοπροληπτική λειτουργία της ποινής ούτε και την καθιστά αποτελεσματική αναφορικά με την πρόληψη και την αποφυγή της υποτροπής.
Άλλωστε έχει αποδειχθεί εμπειρικά ότι οι στερητικές της ελευθερίας κυρώσεις όχι μόνο δεν επιδρούν θετικά στην ανάπτυξη των νέων, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλούν αποκοινωνικοποιητικά αποτελέσματα.
Τα φαινόμενα της κακοποίησης, της βίας, του εγκλήματος μπορούν σταδιακά να περιοριστούν όταν στην οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία διασφαλιστούν εκείνες οι συνθήκες ομαλής διαβίωσης, κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησης των νέων με γνώμονα το σεβασμό στα έννομα αγαθά, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την προστασία και προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.