Στην πλειοψηφία τους οι εγκληματολογικές έρευνες πορνογραφίας ανηλίκων επικεντρώνονται στη μελέτη του προφίλ των δραστών παρά σε αυτό των θυμάτων.
Οι σύγχρονες εγκληματολογικές προσεγγίσεις επιχειρούν μέσα από ερευνητικά πορίσματα να συγκεντρώσουν αξιόλογα δεδομένα που να συμβάλλουν στην πληρέστερη κατανόηση του θύματος από τους φορείς κοινωνικού ελέγχου αποσκοπώντας στην πρόληψη του εγκλήματος και τη μείωση της θυματοποίησης.
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση των ανηλίκων επιτυγχάνεται κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας που σε μεγάλο βαθμό καθοδηγείται από το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, το οποίο καλύπτει και συντονίζει αποτελεσματικά την παραγωγή και τη διακίνηση του πορνογραφικού υλικού.
Η στατιστική αποτίμηση των θυμάτων απέδειξε ότι τα περισσότερα ανήλικα θύματα προέρχονται από φτωχές χώρες, ενώ το υλικό διοχετεύεται στις πλουσιότερες. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στις χώρες αυτές και η οικονομική εξαθλίωση καθιστούν τους ανήλικους θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Άλλωστε η κακομεταχείριση και σεξουαλική εκμετάλλευση των ανηλίκων συναντάται ως φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας πριν την δημιουργία του διαδικτύου. Η ραγδαία ανάπτυξη της διαδικτυακής τεχνολογία συνέβαλε τα μέγιστα στην ανεξέλεγκτη εξάπλωση της πορνογραφίας ανηλίκων.
Η ανηλικότητα η οποία συνδέεται και με άλλους παράγοντες όπως την ένταξη του ανηλίκου σε ομάδες που βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχια ενισχύουν ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο θυματοποίησής τους εντάσσοντας αυτό στις ομάδες υψηλούς κινδύνου.
Οι πρώτες προσπάθειες διερεύνησης του κινδύνου έκθεσης των ανήλικων θυμάτων στο έγκλημα επικεντρώθηκαν κατά κύριο λόγο στη φυσιογνωμία, τη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής τους.
Διερευνητικά αναπτύχθηκαν δύο θεωρίες εκ των οποία η μία αναφέρετο στον τρόπο ζωής και η άλλη στη ρουτίνα του θύματος.
Με την πρώτη επιχειρήθηκε να συνδεθεί ο κίνδυνος θυματοποίησης με τον τρόπο διαμόρφωσης της ζωής, βάσει ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών, όπως το φύλλο, η ηλικία και η οικονομική κατάσταση ενώ η δεύτερη θεωρία επικεντρώθηκε στις πρόσκαιρες επιλογές του ατόμου σε μικροεπίπεδο.
Αργότερα αναπτύχθηκε η τρίτη θεωρία, αυτή της δομικής επιλογής, η οποία συνδύασε τις δύο συνιστώσες διαμόρφωσης της καθημερινότητας προκειμένου να αποφευχθεί η μετακύληση του βάρους του αδικήματος και της ευθύνης στο θύμα.
Στις σχετικές έρευνες για το αδίκημα της παιδικής πορνογραφίας γίνεται διάκριση μεταξύ «αθώων θυμάτων» και «ένοχων θυμάτων».
Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται ανήλικοι χρήστες που παρασύρονται σε πορνογραφικού περιεχομένου ιστοσελίδες μέσω άλλων σελίδων με κατ’ επίφαση αθώο περιεχόμενο π.χ. καρτούνς, ενώ στη δεύτερη κατηγορία οι ανήλικοι ευρισκόμενοι σε άσχημη κατάσταση και αναζητώντας κάποια διέξοδο περιηγούνται στο διαδίκτυο και στον φυσικό κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα και με την άποψη του ΟΗΕ οι ανήλικοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως θύματα και να μη τους αποδίδεται οποιοδήποτε μερίδιο ευθύνης, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στο στιγματισμό και την ενοχοποίησή τους. Άλλωστε, τα άτομα που εντάσσονται σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες όπως και οι ανήλικοι διατρέχουν σοβαρούς κινδύνους στο να καταστούν θύματα εγκληματικής συμπεριφοράς.
Η διαιώνιση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών χαρακτηρίζεται ως «ο πιο ύπουλος σκοπός της ηλεκτρονικής πορνογραφίας ανηλίκων.
Η έννοια του παιδιού και της ανηλικότητας καθώς και οι λόγοι που καθιστούν την ηλικιακή αυτή περίοδο άξια ειδικής προστασίας διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση ιστορικών και κοινωνικών εξελίξεων. Ως καθοριστικοί αναδείχθηκαν οι οικονομικοί παράγοντες καθώς η ανάγκη αύξηση των οικονομικών πόρων των οικογενειών ώθησε τα παιδιά στην εργασιακή απασχόληση και συνακόλουθα στην απώλεια της παιδικότητάς τους.
Είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο της οικονομικής εκμετάλλευσης ανηλίκων, τα οποία υστερούν σε γνώση και επιδεικνύουν πειθαρχία και φόβο αποτελώντας μία συμφέρουσα πηγή «εργατικού δυναμικού». Το φαινόμενο αυτό εντοπίζεται ιδιαίτερα σε χώρες της ανατολικής Ασίας, στις οποίες μεγάλο τμήμα του εργατικού πληθυσμού των βιοτεχνιών αποτελείται από ανήλικους.
Στο ίδιο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο συναντάται και η εξάπλωση του «σεξουαλικού τουρισμού» με θύματα παιδιά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως αντικείμενα στη βιομηχανία του σεξ. Η πνευματική και σωματική ανωριμότητα και η εγγενής περιέργεια καθιστούν το παιδί εύκολο στόχο σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Σύμφωνα με έρευνες, η θυματοποίηση των παιδιών ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, με τους δώδεκα πρώτους μήνες να θεωρούνται περίοδος «ιδιαίτερα αυξημένου κινδύνου». Ο κίνδυνος της σεξουαλικής κακοποίησης αυξάνεται στην ηλικία μεταξύ των 12-17 χρόνων. Μεταξύ των παραγόντων θυματοποίησης περιλαμβάνονται η κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση καθώς και η περιοχή κατοικίας, η φυλή, το φύλλο και ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Στην περίπτωση των «παραμελημένων παιδιών» τέτοιοι παράγοντες θεωρούνται επίσης η εθνικότητα, η εκπαίδευση, η αναπηρία, η σταθερότητα κατοικίας, η εργασιακή εμπειρία και η προσωπική αποδιοργάνωση. Τα ερευνητικά δεδομένα και οι σύγχρονες εγκληματολογικές προσεγγίσεις αναδεικνύουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχια ως τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες θυματοποίησης.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφέρεται σε ευπαθείς ομάδες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη πόρων και αποκλεισμό από το κοινωνικό σύνολο και προσδιορίζεται από την έλλειψη δυνατότητας άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων του ατόμου, την κακή εικόνα των ατόμων αυτών για τον εαυτό τους και την έλλειψη ικανότητας στο να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και τον κίνδυνο στιγματισμού τους αναφορικά με τις συνοικίες των αστικών περιοχών όπου κατοικούν. Χαρακτηριστικό στοιχείο του κοινωνικού αποκλεισμού είναι η στέρηση των βασικών πόρων που βιώνουν τα άτομα για μία αξιοπρεπή διαβίωση.
Παράγοντες θυματοποίησης των ανηλίκων στο χώρο της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσής τους σύμφωνα με σχετικές εκθέσεις των Ηνωμένων Εθνών συνιστούν:
α) η οικογενειακή αποδιοργάνωση όπως η διάσπαση οικογενειακών δεσμών λόγω φτώχιας, μονογονεϊκότητας, μετανάστευσης κλπ. καθώς και λόγω ελλιπούς πρόσβασης των οικογενειών σε κοινωνικές υπηρεσίες στήριξης,
Β) Η φτώχια, η οποία αυξάνει τις πιθανότητες έκθεσης των ανηλίκων σε σεξουαλική εκμετάλλευση, αφού πολλοί από αυτούς ενδίδουν σε αυτή με σκοπό την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος.
γ) Η μετανάστευση αφού νέοι και παιδιά αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο τμήμα των μεταναστευτικών ροών και μάλιστα το 39% είναι κάτω των 10 ετών. Ιδιαίτερα τα ασυνόδευτα παιδιά διατρέχουν μεγαλύτερους κινδύνους σεξουαλικής κακοποίησης.
δ) Συρράξεις – βία – κλιματική αλλαγή και φυσικές καταστροφές. Σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από πολιτική αστάθεια, βία, εμφυλίους κλπ παρατηρείται μεγάλο ποσοστό σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης ανηλίκων καθώς και κίνδυνοι κοινωνικού αποκλεισμού.
ε) Εξελισσόμενα κοινωνικά πρότυπα. Σε ορισμένες περιοχές η παιδική πορνεία εκλαμβάνεται ως ένα αποδεκτό και μάλλον αναπόφευκτο τίμημα της οικονομικής ανάπτυξης. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται με τη χρήση του διαδικτύου και την συχνή αυτοθυματοποίηση των ανηλίκων μέσω αποστολής φωτογραφικού υλικού που απεικονίζει τους ίδιους.
στ) Τα μεγάλα οικονομικά κέρδη που αποφέρουν η παραγωγή και η κατανάλωση πορνοργαφικού υλικού ενισχύει τον κίνδυνο της προσβολής των εννόμων αγαθών της ανηλικότητας και της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
ζ) Η παγκόσμια εξάπλωση του διαδικτύου διευκολύνει την τέλεση του εγκλήματος λόγω της δυνατότητας απόκτησης, διανομής και πώλησης υλικού κακοποίησης παιδιών.
Επίσης οι παράγοντες που συνδιαμορφώνουν το πλαίσιο σεξουαλικής θυματοποίησης του ανηλίκου στο διαδίκτυο συνιστούν και το περιβάλλον της χώρας στην οποία βρίσκεται καθώς και το κοινωνικό και ψηφιακό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται αυτό.
Επίσης βάσει των στατιστικών και εγκληματολογικών δεδομένων τα θύματα πορνογραφίας ανηλίκων κατανέμονται στην κατηγορία των ανηλίκων (παιδιά του δρόμου ή παιδιά που έπεσαν θύματα σεξουαλικής, κακοποίησης από μέλη της οικογενείας τους), των μη περιθωροποιημένων ανηλίκων που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από μέλη της οικογένειας ή φιλικά πρόσωπα της οικογενείας λόγω ελλιπούς προσοχής και άσκησης καθηκόντων γονικής επιμέλειας από τους γονείς και των ανηλίκων που ανήκουν σε οικονομικά και κοινωνικά αδύναμες οικογένειας όπως σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, Νοτιοανατολικής Ασίας και Αφρικής όπου οι ανήλικοι αναγκάζονται ακόμα και με τη συναίνεση της οικογένειας τους να λάβουν μέρος σε σεξουαλικές πράξεις καθ’ υπόδειξη των παραγωγών έναντι οικονομικού ανταλλάγματος ή δώρου.
Για την καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας πέραν της νομοθετικής πρωτοβουλίας απαιτείται και η λήψη μέτρων για την ουσιαστική πρόληψη και καταπολέμηση του φαινομένου. Κάποιες από τις προτάσεις που καταγράφονται στην διεθνή και την ελληνική βιβλιογραφία είναι:
- Κρατικός έλεγχος με απαγόρευση πρόσβασης των περιπλανώμενων στο διαδίκτυο και διερεύνηση των μηχανών αναζήτησης που χρησιμοποιούν οι καταναλωτές διαδικτυακών υπηρεσιών για τον εντοπισμό ιστοσελίδων.
- Ενημέρωση και εκπαίδευση των γονέων ώστε να μάθουν να ενεργοποιούν ειδικά φίλτρα πλοήγησης στους υπολογιστές των παιδιών τους και κυρίως να μάθουν να επιθεωρούν τις επισκέψεις που γίνονται από τους υπολογιστές τους.
- Πληροφόρηση και στήριξη των γονέων και των εκπαιδευτικών ώστε να είναι σε θέση και αυτοί να συμβουλέψουν και να προστατέψουν τα παιδιά.
- Ενημέρωση των παιδιών από την πρωτοβάθμια κιόλας εκπαίδευση στο μάθημα της πληροφορικής ώστε να μπορούν έγκαιρα να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο διαδίκτυο και να αποφεύγουν ιστότοπους που έχουν διεθνώς χαρακτηριστεί επικίνδυνοι για την προσέγγισή τους από ενήλικες παιδόφιλους.
- Δημιουργία ειδικών φίλτρων από τους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών ώστε να εντοπίζουν λέξεις-κλειδιά που θα μπορούν να βοηθάν τις Αρχές στον εντοπισμό ατόμων που επισκέπτονται ιστοσελίδες με υλικό παιδικής πορνογραφίας.
- Δημιουργία Μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων με σκοπό την ενημέρωση της κοινωνίας σχετικά με ζητήματα παιδικής πορνογραφίας και προώθηση δράσεων μέσω των ΜΜΕ.
Σχετική βιβλιογραφία «Παιδική πορνογραφία» Μ. Κουμουλέτζου – Δικηγόρου Μ.Δ.Ε. Ποιν. Δικαίου
Βούλα Δημητριάδου
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Αναπληρωματικό Μέλος
του ΔΣ της Ένωσης Ποινικολόγων
και Μαχομένων Δικηγόρων