Κρατούμενοι και Ανθρώπινα Δικαιώματα

   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα χρειάστηκε να αποφανθεί το 1961, ότι οι εγγυήσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην Ευρ.ΣΔΑ αναγνωρίζονται και στον κρατούμενο που εκτίει ποινή κατά της ελευθερίας. Δύο δεκαετίες μετά, το Ευρ.ΔΔΑ διακήρυξε ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει να σταματά στην πόρτα της φυλακής.

Σχεδόν όλα τα διεθνή και εθνική συνταγματικά κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τοποθετούν την προσωπική ελευθερία στην πρώτη γραμμή αναγνωρίζοντας το παραδεκτό της προσβολής της με την επιβολή ποινής για την διάπραξη εγκλήματος υπό του πέρας που καθορίζουν τα ίδια. Παρά ταύτα δεν είναι σαφές σε πόση έκταση επιτρέπουν την εν λόγω προσβολή ούτε καταγράφονται σ’ αυτά οι λύσεις που ανακύπτουν κατά την έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα του κρατουμένου.

Τα προβλήματα αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα του κρατούμενου ανακύπτουν πρωτίστως με την καταδίκη σε ποινή κατά της ελευθερίας και την έκτισή της. Κατά δεύτερο λόγο η έκτιση της ποινή συνεπάγει αναπόφευκτα την παρέμβαση στα δικαιώματα των κρατουμένων και κατά τρίτο λόγο ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της ποινής οδηγεί κατά την έκτισή της σε παρεμβάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματά τους.

Η επιβολή ποινής στερεί την φυσική ελευθερία του ατόμου η οποία περιλαμβάνει τη δυνατότητα φυσικής κίνησης του ανθρώπου στο περιβάλλον. Στην έννοια της σωματικής ελευθερίας αναφέρθηκε και το ΣτΕ (ΣτΕ 153/1979, Το Σ 5, 1979 σ. 307).

Το πρόβλημα επικεντρώνεται στο εξής ερώτημα: αν η ποινή κατά της προσωπικής ελευθερίας οδηγεί σε ολοκληρωτική αφαίρεση του αντίστοιχου ανθρώπινου δικαιώματος  ή μόνο σε περιορισμό του. Μήπως δηλαδή από το καθιερωμένο σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλεται ένα μέγιστο όριο επέμβασης ή, αντίστροφα, ένα ελάχιστο όριο μη επέμβασης, πέραν του οποίου ο κρατούμενος διαθέτει ένα minimum άθικτης προσωπικής ελευθερίας.

Είναι γνωστό ότι οι ποινές κατά της προσωπικής ελευθερίας αποκαλούνται «στερητικές της ελευθερίας» για λόγους ιστορικούς, επειδή κατά την έκτισή τους σε παλιότερες εποχές ο κρατούμενος στερούνταν παντελώς την προσωπική του ελευθερία σε όλη της την έκταση, φυσικά και νομικά (υποβιβάζονταν στο επίπεδο του σκλάβου – παλιές φυλακές με σιδερένιους κρίκους στους τοίχους των κελιών – αποκλεισμός κάθε δυνατότητας φυσικής κίνησης που προκαλούσε πόνο και σωματική ταλαιπωρία).

Στην δική μας εποχή η ποινή κατά της ελευθερίας έχει αποβάλλει τον αρχικό χαρακτήρα της και δεν αφαιρεί αλλά περιορίζει την προσωπική ελευθερία του κρατούμενου.

Σύμφωνα με την Γενική Διακήρυξη του άρθρου Ευρ.Σωφρ.Καν. «Η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να πραγματώνεται κάτω από υλικές και ηθικές συνθήκες, οι οποίες θα εξασφαλίζουν σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Η στέρηση της ελευθερίας με ολική αφαίρεση της σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με τον ΣΔυνταγματικά κατοχυρωμένο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που συνάγεται από το άρθρ. 2 § 1 του Ελλ. Συντάγματος 1975/1986.

Συνεπώς η ονομασία της ποινής ως στερητική της ελευθερίας που συναντούμε σε διεθνή κείμενα και εθνικά νομοθετήματα δεν ανταποκρίνεται στην ποινική πολιτική και δεν πρέπει να επηρεάζει την σωφρονιστική πραγματικότητα. Ορθότερο θα ήταν να γίνεται λόγος για ποινής περιοριστική της ελευθερίας.

Ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας θέτει τα προβλήματα της σχετικότητας που περιέχει για το ποιο είναι το ελάχιστο εκείνο όριο δυνατότητας φυσική-σωματικής μετακίνησης του ατόμου στο χώρο, ο σεβασμός του οποίου διατηρεί τον χαρακτήρα της ποινής ως ποινή κατά της ελευθερίας, δηλαδή δεν τη μεταβάλλει σε βάσανο, σε απάνθρωπη, σκληρή και εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.

Το ανθρώπινο δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία εκδηλώνεται σε δύο διαστάσεις: μία διάσταση τοπική (ελευθερία φυσικής μετακίνησης – όπου θέλει ο κρατούμενος) και μία διάσταση χρονική (ελευθερία φυσικής μετακίνησης του όποτε αυτός θέλει).

Για τον προσδιορισμό του ελαχίστου τοπικού ελευθερίας ο κανόνας 37 του Ευρ.Σωφρ.Καν. του 1987 (ο οποίος θεωρείται απόλυτος υπό την έννοια ότι κάθε παρέκκλιση απ’ αυτόν συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση αντίθετη στο άρθρ. 3 Ευρ.ΣΔΑ (απαγορεύεται η παραμονή του κρατουμένου σε σκοτεινό κελί ως πειθαρχικό μέτρο “contrario” συνάγεται ότι επιτρέπεται η παραμονή σε κελί εναέριο και ευήλιο ως πειθαρχικό μέτρο). Δηλαδή η διαμονή του κρατούμενου συνεχώς στα όρια ενός κελιού συνιστά παραβίαση του κανόνα για τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τηρούνται ελάχιστα όρια άθικτης προσωπικής ελευθερίας του κρατούμενου κατά την έκτιση της ποινής που επιβάλλει ο κανόνας του άρθρ. 8 Ευρ.ΣΔΑ για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, ο οποίος (κανόνας) προϋποθέτει την ύπαρξη ιδιωτικής ζωής του κρατούμενου (άρθρ. 17 Διεθνούς Συμβ. ΑΠΔ άρθρ. 11 Αμερ. ΣΔΑ).

Το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία εμφανίζεται με δύο όψεις, δηλαδή ως δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία, το οποίο αναφέρεται ειδικότερα στο σύνολο των εγγυήσεων που ορίζονται για τη νόμιμη παραβίασή τους, δηλαδή για τη σύλληψη, προφυλάκιση, φυλάκιση κλπ από όποια αρμόδια δημόσια αρχή και στην προσωπική ασφάλεια διότι όταν η προσωπική ελευθερία περιορίζεται για συγκεκριμένο έγκλημα η προσωπική ασφάλεια διατηρείται και λειτουργεί με αυτοτέλεια για οποιοδήποτε άλλο έγκλημα για το οποίο ενδέχεται να κατηγορηθεί ο κρατούμενος κατά την διάρκεια της υποδικίας ή της έκτισης της ποινής.

Όπως προανέφερα η κράτηση αυτή καθ’ εαυτή περιορίζει την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ερώτημα που γεννάται είναι αν και κατά πόσο δικαιολογούνται ή επιτρέπονται περιορισμοί στην άσκησή τους.

Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις. Η ιδιότητα του κρατούμενου αναφέρεται στο συνταγματικό κείμενο που κατοχυρώνει το δικαίωμα, ως λόγο περιορισμού της άσκησής του από το άτομο. Επί παράδειγμα στα περισσότερα συνταγματικά κείμενα απαγορεύεται η αναγκαστική εργασία, αυτή επιτρέπεται όταν επιβάλλεται  σε κρατούμενους στη φυλακή για έκτιση ποινής  κατά της ελευθερίας (άρθρ. 2 παρ. 2γ της Σύμβ. Νο 29 για την υποχρεωτική εργασία της Διεθνούς οργάνωσης Εργασίας του 1930, άρθρ. 8 παρ. 3 Διεθνούς Συμφ. ΑΠΔ, άρθρ. 4 παρ. 2, 3 Ευρ.ΣΔΑ). Το μόνο συνταγματικό το οποίο δεν περιέχει παρόμοια εξαίρεση, απαγορεύει σε κάθε περίπτωση και στους κρατούμενους την αναγκαστική εργασία είναι το Ελλ.Συντ.

Το (νομικό) γεγονός της έκτισης ποινής κατά της ελευθερίας αναπόφευκτα επιφέρει περιορισμούς άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για «εγγενείς» ή «σύμφυτους» περιορισμούς όπως επί παράδειγμα η συμμετοχή του κρατούμενου σε ειρηνικές συγκεντρώσεις έξω από τη φυλακή καθότι ο κρατούμενος στερείται εκ των πραγμάτων την φυσική ελευθερία μετακίνησης εκτός φυλακής.

Δεν συνιστά όμως νόμιμη αιτιολογία για στέρηση του δικαιώματος του κρατούμενου να αλληλογραφεί ή να ψηφίζει στις εκλογές ή να φοιτεί σε σχολείο ή να συνάψει γάμο διότι στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει αντίστοιχα να μεταβεί στο ταχυδρομείο, στο εκλογικό τμήμα, σε εκκλησία ή δημαρχείο ή σε εξωτερικό σχολείο επειδή η φυλακή  όπου κρατείται δεν διαθέτει σχολείο.

Σε όλες τις προηγούμενες και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις δεν δικαιολογείται να παρεμποδίζεται η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από τον κρατούμενο.

Ο θεσμός της «κλειστής» φυλακής κατά την άποψή μου δεν δικαιολογείται μέσα στο ποινικό σύστημα παρά μόνο από την ύπαρξη και προς υπηρέτηση της ποινής κατά της ελευθερίας. Κατά συνέπεια οι προβαλλόμενες κάποιες φορές ανάγκες διατήρησης της τάξης και της ασφάλειας της φυλακής και οι ανάγκες διοίκησης των φυλακών, δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν την επιβολή περιορισμών στα ανθρώπινα δικαιώματα των κρατουμένων. Ούτε και ο θεσμός της ποινής διαθέτει την ενισχυμένη συνταγματικά δύναμη, που θα ήταν αναγκαία για να υποστηριχθεί ότι είναι ικανή ως θεσμός να υπαγορεύσει περιορισμούς στα συνταγματικά κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα.

Έτερο εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι… αν κατά την διάρκεια έκτισης της ποινής  είναι επιτρεπτή ή όχι η παραβίαση άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων του κρατούμενου για την επιδίωξη στόχων καθαρά «σωφρονιστικών» όπως λ.χ. η κοινωνική επανένταξή τους.

Η απάντηση πιστεύω θα πρέπει να είναι αυτή: οι σωφρονιστικοί στόχοι κατευθύνονται προς αγαθά-θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, τα οποία όμως δεν έχουν καμία σχέση με το ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο περιορίζεται με την επιβολή ποινής δηλαδή με την προσωπική ελευθερία.

Μία τέτοια διαφοροποίηση του χαρακτήρα της ποινής από μέτρο κατά της προσωπικής ελευθερίας σε μέτρο κατά των άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνιστά κατάφωρη παραβίασή τους. Μία παραβίαση η οποία ξεκινάει από θεωρητικές φιλοδοξίες  των επιστημόνων, διαμορφώνεται σε νομοθετικές διακηρύξεις των πολιτικών και υλοποιείται τελικά σε βάρος των κρατουμένων.

Πέραν όλων αυτών η κοινωνική επανένταξη ή επανακοινωνικοποίηση επιβάλλουν αναγκαστικά τη διάκριση των ατόμων σε κατηγορίες αυτών που έχουν ανάγκη κοινωνικής επανένταξης από εκείνους που δεν έχουν ανάγκη τέτοιας μεταχείρισης αφού οι πρώτοι οδηγούνται στη φυλακή ενώ οι δεύτεροι αφήνονται ελεύθεροι. Αυτό βέβαια  συνιστά κοινωνική διάκριση αντίθετη προς τις γενικές διατάξεις περί ισότητας απέναντι στο νόμο. Πέρα δηλαδή από κοινωνική καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, περιουσία ή άλλη κατάσταση (άρθρ. 20 Παγκόσμιας Διακ. ΔΑ άρθρ. 26 Διεθνούς Συμβ. ΑΠΔ, άρθρ. 14 Ευρ.ΣΔΑ, άρθρ. 24 Αμερ.ΣΔΑ) κλπ.

Βέβαια τίποτε από τα παραπάνω δεν σημαίνει αποδοκιμασία μίας εθελοντικής συμμετοχής του κρατούμενου στην προσπάθεια γραμματικής μόρφωσης, επαγγελματικής εκπαίδευσης, συμμετοχής σε προγράμματα και δραστηριότητες της επιλογής του. Όλες αυτές οι παροχές συνιστούν υποχρεώσεις ενός σύγχρονου κράτους, αντίστοιχες με το κοινωνικό δικαίωμα του κρατούμενου για ένταξή του στην κοινωνική ζωή μετά την αποφυλάκισή του.

Οι κρατούμενοι αποτελούν μία κατηγορία ατόμων που βρίσκονται σε ειδικό νομικό καθεστώς ή σε ιδιαίτερη νομική θέση. Η ενισχυμένη προστασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους είναι επιβεβλημένη και θεμελιωμένη σε συνταγματικά κείμενα, τα οποία είτε καθορίζουν τις βασικές αρχές μεταχείρισης των κρατουμένων (π.χ. άρθρ. 10 παρ. 1 Διεθνούς Συμφ. ΑΠΔ) είτε επιτάσσουν το κράτος να μεριμνά για την ανεμπόδιστη, ομαλή και πλήρη απόλαυση των εν λόγω δικαιωμάτων (π.χ. προοίμιο εδ. στ΄ άρθρ. 2 Παγκόσμιας Διακ. ΔΑ, Προοίμιο, εδ. β΄ και άρθρ. 1 Ευρ.ΣΔΑ, άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος). Οι αξιώσεις θα έλεγα (υπό την ευρεία έννοια του όρου) του κρατούμενου (άρθρ. 7 παρ. 1 του Σ.) έχουν διφυή χαρακτήρα α) να μη παρεμποδίζεται αυτός στην άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο status activur (δηλαδή των πολιτικών κυρίως δικαιωμάτων),

β) να τον συνδράμει στην άσκηση των ατομικών κυρίως δικαιωμάτων του (όπως επί παράδειγμα στην άσκηση δικαιώματος ψήφου, επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και τα συγγενικά του πρόσωπα, δικαιώματος γάμου, έννομης προστασίας, ένταξη σε συμβουλευτικά και θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, φοίτησης, συμμετοχής σε δραστηριότητες της επιλογής του, άσκηση του εκλογικού δικαιώματος (άρθρ. 51 § 3, 5 Σ.). Το Ελληνικό Σ. ορίζει επίσης ότι το απόρρητο  επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης είναι απόλυτα απαραβίαστο, εκτός από τις εξαιρέσεις που το ίδιο προβλέπει (άρθρ. 19).

Στη Διεθνή Διάσκεψη της Τεχεράνης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα διακηρύχθηκε το αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών με την έννοια ότι η υλοποίηση των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων είναι αδύνατη χωρίς την απόλαυση των οικονομικών, κοινωνικών και μορφωτικών δικαιωμάτων είναι αδύνατη χωρίς την απόλαυση των οικονομικών, κοινωνικών και μορφωτικών δικαιωμάτων  αφού η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων των κρατουμένων αφορά και άλλα πρόσωπα αλλά συγκεκριμένα τα προστατευόμενα από αυτόν μέλη της οικογένειά του.

Θεωρώ ότι η πολιτεία έχει κοινωνική, πολιτική και ηθική υποχρέωση απέναντι στα αδύναμα μέλη της οικογένειας του κρατούμενου, τα οποία χωρίς να φταίνε καλούνται να πληρώσουν το κόστος των συνεπειών της πράξης του.

Η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων  των κρατουμένων αποτελεί συνάρτηση πολλών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών παραγόντων. Σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς η αναγνώριση πλήθους ατομικών δικαιωμάτων είναι ανέξοδη αλλά η ικανοποίηση έστω και ενός δικαιώματος έχει κόστος.

Ο νομοθέτης όφειλε να προβεί σε μία θετική ρύθμιση για την άσκηση τους όταν αυτή παρεμποδίζεται από την έκτιση της ποινής και όταν η απλή αναγνώρισή τους στο Σύνταγμα δεν θεμελιώνει δικαστικά επιδιώξιμη αξίωση, ώστε να είναι δυνατή η υλοποίησή τους κατά περίπτωση.

Προσωπικά έχω την άποψη ότι:

  1. Η θεσμοποίηση με συνταγματικά κείμενα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής κατά της ελευθερίας βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο παραβίασής τους, αποτελεί το πρώτο και αναγκαίο βήμα για την προστασία τους.
  2. Πρέπει να αποσαφηνιστεί χωρίς καμία αμφιβολία, ότι, αν κάποιο άτομο οδηγηθεί στη φυλακή για έκτιση ποινής κατά της ελευθερίας του, τούτο γίνεται μόνον επειδή κάτι τέτοιο είναι ένας από τους τρόπους έκτισης αυτής της ποινής. Ο εγκλεισμός στη φυλακή καθαυτός δεν δικαιολογεί την προσβολή κανενός άλλου δικαιώματος, εκτός από το ατομικό δικαίωμα στη φυσική ελευθερία μετακίνησης στο χωροχρόνο.
  3. Κατά την έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας, δεν αφαιρείται εντελώς από τον κρατούμενο το αντίστοιχο δικαίωμα, διότι τούτο αποτελεί σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση, η οποία απαγορεύεται. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι συνθήκες κράτησης, το άτομο πρέπει να διαθέτει ένα ελάχιστο όριο άθικτης προσωπικής ελευθερίας κίνησης κατά τόπο και κατά χρόνο.
  4. Η έκτιση ποινής κατά της ελευθερίας θίγει την απόλαυση άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτνω μόνον κατ’ εξαίρεση, δηλαδή:

α. αν τούτο προβλέπεται σε συνταγματικό κείμενο,

β. αν η φυσική ελευθερία αποτελεί τον πυρήνα των άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε περίπτωση αμφιβολίας ισχύει η αρχή in dubio pro libertate.

  1. Λόγοι που αναφέρονται στο θεσμό της έκτισης της ποινής με στέρηση της ελευθερίας ή στο θεσμό της φυλακής και τη λειτουργία του, εφόσον δεν αναγνωρίζονται σε συνταγματικό κείμενο, δεν είναι ικανοί να περιορίζουν την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων. Το ίδιο ισχύει για την επιδίωξη σωφρονιστικών στόχων, όταν είναι αναγκαστικοί για τον κρατούμενο και θίγουν άλλα θεμελιώδη δικαιώματά του.
  2. Η αρχή της καθολικότητας, που χαρακτηρίζει το σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιβάλλει στα κράτη να λαμβάνουν συγκεκριμένα θετικά μέτρα προς άρση των εμποδίων που θέτει η έκτιση της ποινής στην άσκηση των δικαιωμάτων των κρατουμένων, τα οποία δεν έχουν θιγεί από την ποινή κατά της προσωπικής τους ελευθερίας.
  3. Η έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας μεταθέτει το άτομο που την υφίσταται, καθώς και τα προστατευόμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του, σε κοινωνικά αδύναμη θέση. Το σύγχρονο κοινωνικό κράτος έχει υποχρέωση, την οποία ανέλαβε όταν αναγορεύτηκε σε προστάτη των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να παρέχει σ’ αυτά τα άτομα αυξημένη κοινωνική προστασία και ασφάλιση.

Η αναγνώριση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας συνιστά την ουσία των ανθρώπινων Δικαιωμάτων.

Ωστόσο, ένα σημαντικό πρόβλημα γεννιέται από το διεθνές κείμενο, δηλαδή το άρθρ. 10 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα σύμφωνα με το οποίο «Το σωφρονιστικό σύστημα θα προβλέπει μεταχείριση των κρατουμένων της οποίας ουσιαστικός σκοπός θα είναι η αναμόρφωσή τους και η κοινωνική αποκατάστασή τους. Αυτό άλλωστε τείνει να εξυπηρετήσει η ποινή.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνω την αντίφαση ανάμεσα στις δύο αρχές από τις οποίες η μία προστατεύει το δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενώ η άλλη προσδιορίζει το σκοπό της μεταχείρισης των κρατουμένων που είναι η μεταβολή της προσωπικότητας του η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως αναγέννησή του.

Αν ο κρατούμενος πρέπει να αναμορφωθεί ποια είναι η ιδανική μορφή (κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, ηθική) η οποία θα πρέπει να επιτευχθεί;

Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα των κρατουμένων να τους μεταχειρίζονται με σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έχει την πρωτεύουσα θέση.

Η Πολιτεία δια των θεσμικών οργάνων της θα πρέπει να διασφαλίσει παντιοτρόπως την αξιοπρεπή και ανθρώπινη μεταχείριση των κρατουμένων η οποία δεν επιτυγχάνεται με την ύψωση τειχών και την δημιουργία φυλακής υψίστης ασφαλείας.