Από την αρθρογραφία της Βούλας Δημητριάδου στο περιοδικό «Δικαστικό Ρεπορτάζ»
Σύμφωνα με το άρθρο 9 Α του Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει». Σύμφωνα δε με το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος… η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επιτρέπεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για την διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων».
Στο άρθρο 3 του νέου νόμου ως λόγοι εθνικής ασφάλειας ορίζονται αυτοί που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών τα οποία κατά βάση αναφέρονται στην κυβερνοασφάλεια, την εξωτερική πολιτική και τα ενεργειακά συμφέροντα της χώρας μας.
Με την ενδεικτική απαρίθμηση των γενικά διατυπωμένων θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών και όχι όλων των πολιτών όπως καθορίζει η διάταξη του άρθρου 9 Α του Συντάγματος δεν προσδιορίζονται επακριβώς οι περιπτώσεις εκείνες που επιτρέπουν την νόμιμη προσβολή του απορρήτου.
Επίσης η ενδεικτική αυτή απαρίθμηση αντιβαίνει στην πάγια διαμορφωθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ σύμφωνα με την οποία οι νόμοι των κρατών μελών της Ε.Ε. για την συλλογή πληροφοριών θα πρέπει να είναι σαφείς, συγκεκριμένοι και να ρυθμίζουν διεξοδικά τις εντολές ή τις εξουσίες των υπηρεσιών πληροφοριών καθώς και τα μέτρα που επιτρέπεται να χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες αυτές.
Όταν όμως δεν καθορίζεται επακριβώς ο ορισμός της εθνικής ασφάλειας τότε δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια και τα όρια της εξουσίας για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών.
Ως προς την διαδικασία που ακολουθείται προκειμένου να αρθεί το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας το σχετικό αίτημα υποβάλλεται μόνο από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας (ΔΑΕΕΒ) είτε αυτοβούλους είτε κατόπιν ενημέρωσής της από δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση (πολιτική, δικαστική, αστυνομική αρχή).
Το αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών θα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένους λόγους που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου για την αντιμετώπιση συγκεκριμένου κινδύνου, τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για τα οποία ζητείται η άρση, το αντικείμενο της άρσης, την εδαφική έκταση εφαρμογής και την χρονική διάρκεια της άρσης (άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 5002/2022).
Ευστόχως παρατηρεί κανείς ότι στον νόμο δεν προβλέπεται υποχρεωτικότητα αναφοράς στοιχείων του φυσικού προσώπου σε βάρος του οποίου πρόκειται να εγκριθεί ή όχι η άρση του απορρήτου, γεγονός που αφήνει ενδεχόμενο και επιτρεπτή την μαζική παρακολούθηση πολιτών.
Εντός 24 ωρών από την υποβολή του αιτήματος ο αρμόδιος Εισαγγελέας οφείλει να εκδώσει διάταξη αποδοχής ή απόρριψής του. Η σχετική Εισαγγελική διάταξη περιέχει όλα τα παραπάνω στοιχεία αναφορικά με την υποβολή του αιτήματος όχι όμως τα στοιχεία εκείνα σε βάρος του οποίου διατάσσεται η άρση του απορρήτου.
Επίσης ουδεμία αναφορά γίνεται στο νόμο για το ότι η Εισαγγελική διάταξη θα πρέπει τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας να είναι εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη με ενδεχόμενη και την αναιτιολόγητη παρακολούθηση οιουδήποτε πολίτη.
Η εισαγγελική διάταξη μαζί με το αίτημα και τα σχετικά έγγραφα υποβάλλεται για έγκριση στον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή στον Εισαγγελέα Εφετών που ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα του Α.Π. για χρονικό διάστημα ενός έτους (άρθρ. 4 παρ. 2 του νόμου). Σχετικά με την συγκεκριμένη διάταξη προκύπτουν οι εξής προβληματισμοί: α) Για ποιον λόγο ορίζεται σε δεύτερο στάδιο Εισαγγελέας επιλογής του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενώ ο Εισαγγελέας που κρίνει το αίτημα στον πρώτο βαθμό ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που εξασφαλίζει μέγιστη εγγύηση διαφάνειας έναντι του Εισαγγελέα του Α.Π., ο οποίος ως γνωστόν διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση; β) Για ποιους λόγους ορίζεται ως ο πλέον αρμόδιος και φερέγγυος ένας εισαγγελικός λειτουργός (του Αρείου Πάγου ή Εφετών) όταν στις περιπτώσεις άρσης απορρήτου για την ταυτοποίηση των δραστών και την διακρίβωση εγκλημάτων αποφασίζει το Τριμελές Δικαστικό Συμβούλιο;
Επαρκεί ο χρόνος των 24 ωρών για την εξέταση όλων των στοιχείων από έναν Εισαγγελικό Λειτουργό που καλείται να εγκρίνει τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας για την άρση απορρήτου που θίγει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα;
Στο άρθρο 4 παρ. 3 τοο νόμου προβλέπεται για πρώτη φορά ειδική διαδικασία άρσης απορρήτου των επικοινωνιών πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Το αίτημα στις περιπτώσεις αυτές υποβάλλεται από τον Διοικητή της ΕΥΠ κατευθείαν στον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος χορηγεί την σχετική άδεια εντός προθεσμίας 24 ωρών. Ο πρόεδρος της Βουλής ο οποίος ανήκει σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα με ό,τι αυτό συνεπάγεται και εφ’ όσον συμφωνήσει αυτός θα υποβληθεί το αίτημα στον αποσπασμένο στην ΕΥ Π εισαγγελικό λειτουργό για την περαιτέρω διερεύνηση του αιτήματος.
Στις περιπτώσεις που δεν λειτουργεί η Βουλή την σχετική άδεια χορηγεί ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει ο Πρωθυπουργός της χώρας, όπερ σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση ο Πρωθυπουργός της χώρας γνωρίζει τους λόγους που επιβάλλουν την άρση απορρήτου. Επίσης αξιοσημείωτο συνιστά το ότι στην άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σχετικά με τα αιτήματα για την έκδοση της εισαγγελικής διάταξης δεν απαιτείται να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνου σε βάρος του οποίου θα εφαρμοστεί το μέτρο σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στις περιπτώσεις άρσης απορρήτου για την διακρίβωση εγκλημάτων του κοινού Ποινικού Δικαίου γεγονός που εγείρει υπόνοιες για το ενδεχόμενο μαζικών παρακολουθήσεων που
αναμφισβήτητα ελοχεύει κινδύνους προσβολής ατομικών δικαιωμάτων, καθότι παρακολουθούνται πολίτες, η συμπεριφορά και η καθημερινότητα των οποίων δεν θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια.
Σε κάθε δε περίπτωση μαζικής παρακολούθησης ο εθνικός νομοθέτης θα έπρεπε να καθορίζει τους λόγους για τους οποίους θα επιτραπεί αυτή και μάλιστα υπό τον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής, η οποία θα πρέπει να ασκεί την εποπτεία σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Επιπλέον προβληματική και άστοχη είναι τόσο η προϋπόθεση που θέτει ο νόμος στο άτομο του οποίου το απόρρητο έχει προσβληθεί αναφορικά με την υποβολή εκ μέρους του σχετικού αιτήματος προς ενημέρωση όταν αφ’ ενός η παρακολούθηση του είναι μυστική και ως εκ τούτου αυτό την αγνοεί ενώ αφ’ ετέρου αυτή μπορεί να γίνει σύμφωνα με τον νόμο μετά την παρέλευση τριών ετών από την παύση ισχύος της Εισαγγελικής διάταξης που αφορά την άρση του απορρήτου ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν προέκυψαν σε βάρος του στοιχεία.
Σε κάθε περίπτωση όμως το άτομο που προσβάλλεται στα θεμελιώδη δικαιώματά του θα έπρεπε φρονώ να ενημερώνεται άμεσα και πλήρως εφόσον έχει εξυπηρετηθεί ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου.
Στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 ν. 5002/2022 αναφέρονται τα εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Αξιοσημείωτη και εδώ είναι η επέκταση του μέτρου σε όλα τα κακουργήματα, εβδομήντα πέντε στον αριθμό και είκοσι ένα πλημμελήματα, ενώ σύμφωνα με τα άρθρ. 254 και 255 ΚΠΔ επιτρέπεται η άρση απορρήτου των επικοινωνιών μόνο για είκοσι ένα στο σύνολο εγκλήματα. Αλλωστε το Σύνταγμα επιτρέπει την άρση απορρήτου μόνο για την εξιχνίαση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Διατηρώ επιφυλάξεις στις περιπτώσεις εκείνες που θα επιτρέπεται σε πληθώρα αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου η άρση του απορρήτου καθότι θα παραγκωνίζονται σημαντικά άλλα αποδεικτικά μέσα και ως βασικό πλεόν αποδεικτικό μέσο οι συνομιλίες θα καθορίζουν την κρίση του Δικαστή κατά παράβαση των αρχών της Δίκαιης Δίκης και αναλογικότητας,
Η ενημέρωση του προσώπου για το οποίο λαμβάνει χώρα η άρση απορρήτου γίνεται από την ΑΔΑΕ μετά την λήξη ισχύος του μέτρου (άρθρ. 6 παρ. 8 ν. 5002/2022) και μετά από την υποβολή από μέρους του σχετικού αιτήματος με σύμφωνη γνώμη του Αρείου Πάγου.
Και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις προκύπτουν εύλογα ερωτήματα όπως: α) Πώς μπορεί να αντιληφθεί κάποιος ότι παρακολουθείται όταν είναι δεδομένη η μυστικότητα της παρακολούθησης προκειμένου να υποβάλλει το σχετικό για την ενημέρωσή του αίτημα;
β) Όταν δεν προκύπτουν στοιχεία σε βάρος ατόμων που παρακολουθούνται ως ύποπτοι για την τέλεση εγκλημάτων δεν θα έπρεπε αβλεπί να ενημερώνονται αυτά για την προσβολή των ατομικών
τους ελευθεριών και με βάση ποια στοιχεία κρίθηκαν αυτοί ύποπτοι;
γ) Ποιους σκοπούς εξυπηρετεί η εμπλοκή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όταν για την παρακολούθηση αποφασίζει το Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο θα έπρεπε κατά την άποψή μου να αποφασίζει και για την ενημέρωση των υπόπτων σχετικά με την προσβολή των ατομικών ελευθεριών τους όταν μάλιστα κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο δεν απέδωσε η παρακολούθησή τους;
Το έγκλημα της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών στο άρθρο 370 Α του Π.Κ. ήταν ανέκαθεν πλημμέλημα. Με τον ν. 5002/2022 μετατράπηκε σε κακούργημα όταν σε χώρες της Ευρώπης (όπως Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία κ.ά.) η βασική πράξη χαρακτηρίζεται πλημμέλημα επισύροντας ποινές φυλάκισης ενός έτους, τριών ή τεσσάρων ετών.
Όλως παραδόξως όμως ο Έλληνας νομοθέτης ενώ χαρακτηρίζει κακούργημα μία ιδιωτική παγίδευση τηλεφώνου επί παραδείγματι για την παρακολούθηση της συζύγου από τον σύζυγο, πάραυτα αφήνει στο απυρόβλητο χαρακτηρίζοντας πλημμελήματα στην διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1β’ του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου 3115/2003, τις πράξεις δραστών που ανήκουν στο προσωπικό δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού, επιχείρησης ευρύτερου δημόσιου τομέα, επιχείρησης που ασχολείται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του νόμου… Ο Πρόεδρος της ΑΔΕΑ ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που
εκπροσωπούνται στην Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ο νόμος όμως παραλείπει να αναφέρει συγκεκριμένα πότε θα πρέπει να λαμβάνει χώρα η ενημέρωση και το περιεχόμενό της.
Τέλος ενώ τα άρθρ. 19 παρ. 1 και 25 του Σ. ορίζουν την μη δέσμευση της δικαστικής αρχής από το απόρρητο για λόγους ασφαλείας ή για την διακρίβωση εγκλημάτων καθώς και την απαγόρευση περιορισμού των θεμελιωδών ελευθεριών εφ όσον δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα ή από νόμο, εντούτοις με το άρθρ. 13 ν. 5002/2022, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά από πρόταση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Αμυνας, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής διακυβέρνησης θα επιτρέπεται στην ΕΥΠ και σε άλλες κρατικές δομές να προμηθεύονται ειδικά παρεμβατικά λογισμικά τύπου Predator ή Pegusus υπό άγνωστες προϋποθέσεις προμήθειας και χρήσης καθώς και συγκεκριμενοποίησης των αναφερόμενων «κρατικών δομών».
Ο συγκεκριμένος νόμος ψηφίστηκε επ’ αφορμή έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων λόγω της παρακολούθησης πολιτικών και μη προσώπων προκειμένου να δικαιολογήσει την επιτακτικότητα
παραβίασης θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών για λόγους εθνικής ασφάλειας, πλην όμως παρουσιάζει κενά και αστοχίες που εγκυμονούν κινδύνους στον ατομικό και κοινωνικό βίο των πολιτών.
Βούλα Δημητριάδου
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω
Αναπληρωματικό Μέλος
της Ένωσης Ποινικολόγων
και Μαχόμενων Δικηγόρων