Από την αρθρογραφία της Βούλας Δημητριάδου στο περιοδικό «Δικαστικό Ρεπορτάζ»
Η ανάγκη προστασίας του υπέρτερου εννόμου αγαθού της ζωής περιόρισε τον απρομελέτητο δόλο μόνο στην κατάσταση του βρασμού ψυχικής ορμής. Υπήρξε κοινή αντίληψη ότι η ψυχρή προμελέτη για την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής αποτελούσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρωποκτονίας, καθότι αποδείκνυε κατ’ αρχήν την περιφρόνηση του δράση προς το υπέρτερο έννομο αγαθό, αυτός της ανθρώπινης ζωής.
Όλες οι έννομες τάξεις αποδέχτηκαν την ηπιότερη τιμωρία του δράστη όταν αυτός δεν προμελέτησε και δεν σχεδίασε την εγκληματική του δράση, αλλά αυτή οφειλόταν στον βρασμό ψυχικής ορμής, δηλαδή στην ξαφνική, υπό την επήρεια θυμού ή οργής, διάπραξη του εγκλήματος.
Είναι γνωστό ότι το κατεξοχήν πάθος συνιστά την γενεσιουργό αιτία πρόκλησης του βρασμού ψυχικής ορμής.
Εάν ανατρέξουμε στατιστικά, στο ποσοστό των σχετικών δικαστικών αποφάσεων που έχουν αποδεχθεί το βρασμό ψυχικής ορμής από ερωτικό πάθος θα διαπιστώσουμε ότι είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες που γίνεται δεκτός νομολογιακά ο βρασμός ψυχικής ορμής στη συμπεριφορά του δράστη προκειμένου να μπορέσει να υπαχθεί εννοιολογικά στη διάταξη του άρθρ. 299 παρ. 2 ΠΚ.
Η νομολογία μας αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα τον συγκεκριμένο υπερασπιστικό ισχυρισμό από πλευράς κατηγορουμένων.
Που οφείλεται όμως αυτή η δικαστηριακή αυτοσυγκράτηση αποδοχής του συγκεκριμένου υπερασπιστικού ισχυρισμού;
Από την επισκόπηση της σχετικής νομολογίας διαπιστώνουμε ότι σε κάθε περίπτωση οι δικαστές διερευνούν την φύση του ερωτικού πάθους ως την γενεσιουργό αιτία εμφάνισης και διατήρησης του βρασμού ψυχικής ορμής στη συμπεριφορά του δράστη.
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός της διαπίστωσης του ερωτικού πάθους, ως γενεσιουργό αιτία εμφάνισης του βρασμού ψυχικής ορμής του δράστη κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για την αφαίρεση της ζωής συγκεκριμένου θύματος.
Στον βρασμό ψυχικής ορμής η ένταση του ερωτικού πάθους από πλευράς του δράστη βρίσκεται σε μία αναλογία με την προσβολή του συναισθήματος που υπέστη από την συμπεριφορά του προσώπου με το οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό ή ερωτική σχέση ή έντονη ερωτική επιθυμία.
Ο δράστης στις περιπτώσεις αυτές νιώθει την ερωτική εξαπάτηση του από το θύμα και εξοργίζεται, θυμώνει για την μη ανταπόκριση του θύματος στα δικά του ερωτικά αισθήματα.
Σε κάθε περίπτωση ο δικαστής καλείται να αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης, προκειμένου να διαπιστώσει αν όντως υπάρχει τέτοια υπερδιέγερση του ερωτικού πάθους του δράστη που εξελίσσεται σε τέτοια ψυχική κατάσταση, ώστε να αποκλείει την δυνατότητα να σταθμίσει αυτός τα αίτια που τον ωθούν στην τέλεση της ανθρωποκτονίας και εκείνων που τον συγκρατούν απ’ αυτήν.
Στην κατηγορία των περιπτώσεων αυτών υπάγονται το συναίσθημα της ζηλοτυπίας, το συναίσθημα της οργής για την μείωση του προσωπικού του κύρους ή της αξιοπρέπειας του.
Πολλές φορές τα συναισθήματα αυτά προκαλούν έντονη υπερδιέγερση στο δράστη, σε βαθμό που να μην μπορεί να ξεχωρίσει εύκολα η ιδιαίτερη επιρροή του καθενός απ’ αυτά, αλλά ο συνδυασμός τους δυστυχώς προκαλεί ιδιαίτερη ψυχική διέγερση.
Το κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει στις περιπτώσεις εκείνες που το δικαστήριο κρίνει ότι πράγματι στο πρόσωπο του δράστη υπήρχε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής λόγω του ερωτικού πάθους είναι, εάν και κατά πόσο η ψυχική αυτή κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και την στιγμή της διάπραξης της ανθρωποκτονίας.
Για την ευόδωση του συγκεκριμένου υπερασπιστικού ισχυρισμού θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η ψυχική αυτή κατάσταση του δράστη υπήρχε όχι μόνο τη στιγμή της λήψης της σχετικής απόφασης ανθρωποκτονίας, αλλά ότι αυτή διατηρήθηκε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι τη στιγμή της διάπραξης του εγκλήματος ή ότι τουλάχιστον επανεμφανίσθηκε τη στιγμή που διέπραξε αυτή.
Οι Δικαστές είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί και διερευνούν εξονυχιστικά κάθε αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να αποδεχθούν ή όχι τη διατήρηση του βρασμού ψυχικής ορμής για όλο το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την λήψη της απόφασης μέχρι την στιγμή που ο δράστης διέπραξε τη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία.
Ειδικά όταν το χρονικό διάστημα μεταξύ λήψης της απόφασης και διάπραξης της ανθρωποκτονίας, είναι σχετικά μεγάλο τόσο δυσκολότερη είναι και η παραδοχή ότι η διέγερση του συναισθήματος του δράστη εξακολούθησε να υφίσταται.
Σ’ αυτό συνηγορούν τα εξής επιχειρήματα:
α) Η παρέλευση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος δίνει την δυνατότητα στον δράστη να καταλαγιάσει τον θυμό, την οργή του, να σκεφθεί ήρεμα και να παύσει να διακατέχεται από εκδικητικό μένος εναντίον του θύματος.
β) Η προμήθεια του όπλου για την διάπραξη ανθρωποκτονίας. Πλείστες οι αποφάσεις των Δικαστηρίων που απέρριψαν τον ισχυρισμό περί βρασμού ψυχικής ορμής με το σκεπτικό ότι και αν ακόμη ο δράστης πήρε την απόφαση υπό συναισθηματική φόρτιση να σκοτώσει το θύμα, η διαδικασία εξεύρεσης και προμήθειας του φονικού όπλου αποδεικνύει άτομο που αρχίζει να υλοποιεί το σχέδιο για την αφαίρεση της ζωής του θύματος με απόλυτη ηρεμία και ψυχρότητα.
Στις περιπτώσεις δε εκείνες που ο δράστης ευρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής λόγω του ερωτικού του πάθους προς το θύμα ή όντας κυριευμένος από συναισθήματα μίσους και οργής επιλέγει το όπλο από το χώρο στον οποίο βρίσκεται ή χρησιμοποιεί τις υπέρτερες δυνάμεις του (π.χ. να πνίξει με τα χέρια του το θύμα), τότε αναμφίβολα συντρέχει στο πρόσωπό του ο βρασμός ψυχικής ορμής, αφού αποφασίζει να διαπράξει την ανθρωποκτονία, με όποιο από τα μέσα έχει εκείνη την στιγμή στη διάθεσή του
Επίσης ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που ο δράστης έχοντας πάρει την απόφαση να αφαιρέσει την ζωή του θύματος σε κατάσταση ψυχικής ορμής, κινηθεί άμεσα για να προμηθευτεί το όπλο του εγκλήματος, δεν τίθεται θέμα εξάλειψης του βρασμού ψυχικής ορμής κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης του. Βέβαια θα διερευνηθεί υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε ο δράστης για να προμηθευτεί το όπλο και να επιστρέψει στον τόπο προκειμένου να αφαιρέσει τη ζωή του θύματος.
Στις περιπτώσεις όμως που ο δράστης θα επιλέξει να προμηθευτεί ένα όπλο, η προμήθεια του οποίου απαιτεί μία χρονοβόρα διαδικασία (π.χ. ένα συγκεκριμένο τύπο όπλου), τότε δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο βρασμός ψυχικής ορμής αφού ο δράστης δεν προμηθεύτηκε το όπλο υπό συνθήκες διέγερσης συναισθήματος αλλά αναζήτησε με ψυχραιμία το όπλο που κατά την κρίση του θα υλοποιήσει επιτυχώς τον στόχο του.
Δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε τον βρασμό ψυχικής ορμής στις περιπτώσεις εκείνες που λόγω και της ιδιοσυγκρασίας του συγκεκριμένου δράστη μπορεί η διέγερση των συναισθημάτων να επανεμφανίζεται μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος κατά τη στιγμή που αυτός ετοιμάζεται να διαπράξει την ανθρωποκτονία όταν αντικρίζει το θύμα του, εξαιτίας του ερωτικού πάθους γι’ αυτό ή του συναισθήματος οργής και αγανάκτησης που ένιωσε γι’ αυτό.
Σε μία τέτοια περίπτωση η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη λήψη της απόφασης μέχρι την τέλεση της πράξης δεν καταλύει τον βρασμό ψυχικής ορμής, διότι δεν πρόκειται για μία απλή αναβίωση της πρότερης απόφασης, αλλά για τη λήψη μιας νέας απόφασης στο να φονεύσει το θύμα του.
Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή του Ποινικού Δικαίου Στυλιανό Παπαγεωργίου Γονατά «Στις περιπτώσεις αυτές έκρηξης του ερωτικού πάθους δεν αποκλείεται να ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο οι ρόλοι του δράστη και του θύματος, με αποτέλεσμα να έχουμε τελικά όχι ένα, αλλά δύο θύματα ανθρωποκτονίας. Η διαφορά της είναι ότι όσον αφορά το ένα, η αλλότρια έκρηξη του ερωτικού πάθους είχε ως αποτέλεσμα τον αφανισμό του, ενώ το άλλο, παγιδευμένο από το ίδιο του το ερωτικό πάθος, είχε ως αποτέλεσμα τη δική του αυτοκτονία, και το δικό του πληγωμένο αφανισμό.