Παιδοφιλία – Παιδεραστία

Ο όρος παιδοφιλία καθιερώθηκε για πρώτη φορά επιστημονικά το 1886 από τον Βιενέζο, ψυχίατρο Richard von Krufft-Ebing στην οποία απέδωσε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) εκδήλωση ομοφυλοφιλικού ενδιαφέροντος προς τα παιδιά προεφηβικής ή κατά την έναρξη της εφηβικής ηλικίας, β) η εκδήλωση του ομοφυλοφιλικού ενδιαφέροντος απευθύνεται αποκλειστικά ή κυρίως προς τα παιδιά, γ) το ομοφυλοφιλικό ενδιαφέρον διατηρείται σταθερό με την παρέλευση του χρόνου.

Ο Krufft-Ebing κατηγοριοποίησε τις σεξουαλικές πράξεις με παιδιά σε τρεις τύπους: α) την παιδοφιλική, β) την υποκατάστατη της παιδοφιλίας, όταν το παιδί συνιστά υποκατάστατο αντικείμενο πόθου σε εκείνες τις περιπτώσεις που δεν είναι διαθέσιμος κάποιος ενήλικος για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές προτιμήσεις του ατόμου και γ) στην σαδιστική σεξουαλική συμπεριφορά.

Άλλοι ερευνητές αναφέρθηκαν σε διαφορετικές μορφές εκδήλωσης της παιδοφιλίας με βάση τις ψυχικές και κοινωνικές διαφορές που χαρακτηρίζουν τους τύπους της παιδοφιλίας και συγκεκριμένα α) στον προτιμησιακό, τον δομικό και το μεικτό τύπο παιδοφιλικής συμπεριφοράς, β) τον καταστασιακό, τον ευκαιριακό, τον οπισθοδρομικό και τον αιμομικτικό τύπο παιδοφιλικής συμπεριφοράς, και γ) τον αμετάλλακτο σαδιστικό τύπο παιδοφιλικής συμπεριφοράς. Σε κάθε περίπτωση η χρήση του όρου παιδοφιλία για όλους ανεξαιρέτως τους δράστες φαίνεται από την ιατρική της προσέγγιση, προβληματική δεδομένης της κατά πλειοψηφία διάπραξης των σεξουαλικών εγκλημάτων σε βάρος των ανηλίκων από καταστασιακούς δράστες παρά από άτομα τα οποία προτιμούν σεξουαλικά προεφήβους.

Ορισμένοι ερευνητές, όπως ο Howard E. Barburee, έχουν υποστηρίξει πως οι ίδιες οι πράξεις αποτελούν το κριτήριο για την διάγνωση της παιδοφιλίας και παράλληλα το μέσο για την ταξινόμηση των μορφών εκδήλωσής της. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η σεξουαλική έλξη προς τα παιδιά, αποτελεί ταυτόχρονα, μία διαταραχή και έναν σεξουαλικό προσανατολισμό

Παραπλήσιοι ή συναφείς με την παιδοφιλία όροι είναι α) η παραφιλία, η οποία αναφέρεται σε παράξενες και μη φυσιολογικές πρακτικές που συνιστούν σεξουαλικές εκδηλώσεις προς αντικείμενα (λ.χ. σε εσώρουχα, ενδήματα κ.ά.), σε πράξεις ταπείνωσης και εξευτελισμού με την πρόκληση η αποδοχή πόνου (λ.χ. δουλοπρέπεια, σαδομαζοχισμός) ή αντίστοιχες σεξουαλικές κακοποιητικές εκδηλώσεις προς τα παιδιά.

Οι πιο γνωστές μορφές παραφιλίας είναι η επιδίωξη στενής σωματικής επαφής ή του αγγίγματος με πρόσωπο που δεν συναινεί σε δημόσιους χώρους, ανελκυστήρες κ.ά., η ηδονοβλεψία προς ιδίαν σεξουαλική ευχαρίστηση, η έκθεση με την επίδειξη γενετικών οργάνων και ο σαδομαζοχισμός με την πρόκληση πόνου σε άλλον προς ιδίαν ευχαρίστηση ή σεξουαλική ικανοποίηση,

β) η εφηβοφιλία, η οποία αποτελεί μορφή εκδήλωσης σεξουαλικής έλξης αποκλειστικά προς εφήβους,

γ) η παιδεραστία, η οποία αναφέρεται γενικά στην ανδρική ομοφυλοφιλία και ειδικά στην ομοφυλοφιλική ανδρική παιδοφιλία,

δ) το σύνδρομο Λολίτα (Lolita Syndrome), όρος που χρησιμοποιείται κατά βάση στην διακίνηση (κατοχή) πορνογραφικού υλικού στο οποίο απεικονίζεται το σώμα ανήλικων κοριτσιών,

ε) η νηπιοφιλία (Nepiophilia) την οποία χαρακτηρίζει η ερωτική έλξη προς τα νήπια από τον πρώτο βηματισμό τους μέχρι την ηλικία των τριών ετών.

Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας προσδιορίζει την «παιδοφιλία» ως την σεξουαλική προτίμηση παιδιών (αγοριών ή κοριτσιών) συνήθως προεφηβικής ή πρώιμη εφηβικής ηλικίας.

Επίσης ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, προσδιορίζει την εφηβεία ως την χρονική περίοδο της ηλικίας μεταξύ 10 και 19 ετών, αν και συχνότερα προσδιορίζεται αυτή στο διάστημα ζωής μεταξύ 13 και 18 ετών..

Όπως η πλειοψηφία των ψυχικων διαταραχών έτσι και η παιδοφιλία είναι άγνωστης αιτιολογίας. Μελέτες και έρευνες που διεξήχθησαν από ειδικούς παιδόφιλους διαπίστωσαν μακρόχρονες συναισθηματικές διαταραχές, αγχωτικές διαταραχές, σεξουαλικές δυσλειτουργίες ή κάποια άλλη διάγνωση παραφιλίας οι μορφές της οποίας παρουσιάζουν μεταξύ άλλων επαναληπτικότητα και τελετουργία ως προς την συμπεριφορά που είναι παρόμοιες με εκείνες που εμφανίζονται στις εμμονές και καταθλιπτικές διαταραχές. Κάποιοι άλλοι ερευνητές αποδίδουν αυτή στις χρωμοσωματικές ανωμαλίες, την διανοητική υστέρηση, την αλλαγή ορμονικών επιπέδων και αναλογιών και την ψυχοκαταναγκαστική αντίδραση. Το χαρακτηριστικό των καταστασιακών ή ευκαιριακών παιδόφιλων συνιστά η επιλογή τους να προβούν στην σεξουαλική πράξη με ανήλικο σε μία χρονική στιγμή άγχους, ενώ έχουν στο ενεργητικό τους οικογενειακά θύματα και εκδηλώνουν μία ιδιαίτερη προτίμηση σε ενήλικες ερωτικούς συντρόφους. Αντίθετα οι παιδόφιλοι  αρχίζουν συχνά την εγκληματική τους δράση από τη μικρή ηλικία και έχουν στο ενεργητικό τους έναν μεγάλο αριθμό θυμάτων, εξωοικογενειακής προέλευσης, σύρονται στην εγκληματική προσβολή αποκλειστικά και μόνο από την ερωτική τους επιθυμία και εμφορούνται από αξίες ή πεποιθήσεις που δυστυχώς υποστηρίζουν ένα εγκληματικό προφίλ ζωής.

          Για την αντιμετώπιση της παιδοφιλίας έχουν προταθεί διάφορες τεχνικές μεταχείρισης. Η ψυχολογική παρέμβαση έχει απορριφθεί ως αναποτελεσματική αποκαταστατική στρατηγική.

Τα δε ποσοστά επιτυχίας της σύγχρονης επιδιορθωτικής μεταχείρισης των παιδόφιλων είναι πολύ χαμηλά. Έχουν χρησιμοποιηθεί μέθοδοι χημικού ευνουχισμού «anti-adrogenic», ιατρικές επεμβάσεις, όπως η “Depo-Provera” για την ελάττωση των επιπέδων της τεστοστερόνης καθώς και προγράμματα τα οποία παροτρύνουν μία συσχέτιση της παράνομης συμπεριφοράς με πόνο, δηλαδή την θεραπεία του παιδοφιλικού πάθους με «ηλεκτροσόκ» ενόσο ο παιδόφιλος φαντασιώνεται.

Επίσης σεξουαλικοί δράστες και παιδόφιλοι, έχουν υποστεί μεταχείριση μέσω της ψυχοχειρουργικής διαδικασίας, που είναι γνωστή ως «λοβοτομή». Πρόκειται για μέθοδο που έχει υποστεί μακρά και δριμεία κριτική ενώ η «θαλαμοτομή» αποτέλεσε μία εναλλακτική χειρουργική επέμβαση με αποτελεσματική θεραπεία αυτής της κατηγορίας δραστών.

Εν κατακλείδι οι ψυχοχειρουργικές επεμβάσεις και λόγω των ακραίων αποτελεσμάτων και της ανέκκλητης φύσης τους έχουν  καταστεί ανεπιθύμητες.

Οι ανωτέρω θεραπείες και τα θεωρητικά μοντέλα για μη πιθανή θεραπεία τους, έχουν οδηγήσει σε ευρήματα, τα οποία τεκμηριώνουν την άποψη, ότι οι παιδόφιλοι δεν εμφανίζουν κλινικά αλλά παθολογικά γνωρίσματα εκτός από την κατεύθυνση της γενετήσιας προτίμησης.

          Επειδή μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδειχθεί συγκεκριμένα παθολογικά χαρακτηριστικά σε παιδόφιλους, δεν μπορούν και να χρησιμοποιηθούν σε αυτούς κοινά θεραπευτικά μοντέλα.

Σε διεθνή κλίμακα μόνο δύο επιστημονικές μελέτες έχουν διαγνώσει την ύπαρξη παθολογικών, διανοητικών-ψυχικών χαρακτηριστικών σε παιδόφιλους, οι οποίοι μάλιστα εμφανίζουν συχνά ένα υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο σε σχέση με τον μέσο κοινωνικό όρο μόρφωσης;.

Κανένα άλλο παθολογικό σύμπτωμα δεν μπορεί να βρεθεί σε αυτούς, εκτός από την κατεύθυνση της σεξουαλικής τους προτίμησης.

          Σήμερα η παιδοφιλία έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις μέσω του Διαδικτύου, το οποίο χρησιμοποιείται για την επικοινωνία ατόμων με σεξουαλικά ενδιαφέροντα και την διάδοση των ιδεών τους μέσω της κυκλοφορίας της παιδικής πορνογραφίας καθώς και για την επικοινωνία με άλλους παιδόφιλους για τον εντοπισμό παιδιών με σκοπό την σεξουαλική κακοποίησή τους.

Η έξαρση του φαινομένου της παιδοφιλίας τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας παρουσιάζει ανησυχητική έξαρση, η οποία οφείλεται στην μεγάλη κοινωνική κινητικότητα των μελών της οικογένειας, την έλλειψη εποπτείας των ανηλίκων, την εξοικείωση αυτών με το διαδίκτυο από πολύ μικρή ηλικία με επακόλουθο την έκθεσή τους  σε κινδύνους που εγκυμονεί η εικονική κοινωνία του κυβερνοχώρου.

Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ένταξη των ανηλίκων σε περισσότερα κοινωνικά περιβάλλοντα και την ανάπτυξη σχέσης εμπιστοσύνης αγάπης, φιλίας με τρίτα (άγνωστα) πρόσωπα τα οποία αποβλέπουν σε ηδονιστικούς ή άλλους εγκληματικούς σε βάρος των ανηλίκων σκοπούς.

Ο Ποινικός μας Κώδικας στο δέκατο ένατο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής προβλέπει και τιμωρεί (στα άρθρ. 336 επ. ΠΚ) τα εγκλήματα σε βάρος των ανηλίκων λαμβάνοντας υπόψη (κατά περίπτωση) την ηλικία του ανηλίκου θύματος, την σχέση εξάρτησης μεταξύ δράστη και θύματος, την εκμετάλλευση της θέσης του παθόντος ανηλίκου στα πλαίσια μιας εργασιακής σχέσης ή αναζήτησης εργασίας, την κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας, την διακίνηση πορνογραφικού υλικού ανηλίκων υπό τις μορφές της παραγωγής, προσφοράς, πώλησης, διάθεσης, διανομής, διαβίβασης, αγοράς, προμήθειας ή κατοχής του υλικού, την προσέλκυση μέσω πληροφοριακών συστημάτων παιδιών για γενετήσιους λόγους, την εξώθηση ή παράσυρση ανηλίκου για συμμετοχή του σε πορνογραφικές παραστάσεις, την προαγωγή ή εξώθησή του στην πορνεία ή την υπόθαλψη, τον εξαναγκασμό, την διευκόλυνση ή την συμμετοχή στην πράξη της μαστροπείας καθώς και την γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής.

Η δε πράξη του βιασμού ανηλίκου επισύρει σε κάθε περίπτωση την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκου διώκεται (αυτεπάγγελτα).

          Επίσης ο ποινικός νομοθέτης παρέχει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 352 Α του ΠΚ την δυνατότητα τόσο στο ανήλικο θύμα όσο και στον ύποπτο ή κατηγορούμενο για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής να υποβάλλεται σε διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασής του. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την παρακολούθηση προγράμματος από τον καταδικασθέντα ψυχογενετήσιας θεραπείας η οποία εκτελείται κατά τον χρόνο έκτισης της ποινής. Στα συγκεκριμένα προγράμματα μπορούν να συμμετέχουν διωκόμενοι και υπόδικοι.

Τέλος ο ποινικός νομοθέτης πέραν της προστασίας των εννόμων αγαθών της γενετήσιας ελευθερίας και της παιδικότητας και προς διασφάλιση της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής του ανηλίκου ποινικοποίησε στο άρθρ. 358 Β΄ του ΠΚ την με οποιοδήποτε τρόπο δημοσιοποίηση στοιχείων ή περιστατικών που τείνουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ανηλίκου θύματος.

Η σεξουαλική κακοποίηση και οικονομική εκμετάλλευση ανηλίκων καθώς και η εμπορία παιδιών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Την ώρα που ένα παιδί βιάζεται, κακοποιείται ή εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ο πλανήτης «γη»  διαγράφει αρνητική τροχιά ως προς το μέλλον της ανθρωπότητας.

Το παρόν αναφέρεται και σε στοιχεία που αντλήθηκαν από το βιβλιο του Αν. Καθηγητή Νομικής ΔΠΘ, Χαράλαμπου Δημόπουλου «Εγκλήματα της Γενετήσιας Εκμετάλλευσης Ανηλίκων».

Βούλα Δημητριάδου

Δικηγόρος Παρ’ Αρείω

Αναπλ. Μέλος Δ,.Σ. της

Ένωσης Ποινικολόγων και

Μαχόμενων Δικηγόρων