Ψηφιακή Δικαιοσύνη και Ποινικά Δικαστήρια

Είναι γνωστό ότι το Συμβούλιο της Ε.Ε. ενέκρινε την αξιοποίηση των ευκαριών της ψηφιοποίησης για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη.

Η ψηφιοποίηση των δικαστικών συστημάτων των κρατών-μελών έχει πλέον τις δυνατότητες να συνεχίσει να διευκολύνει και να βελτιώνει την πρόσβαση των πολιτών στην δικαιοσύνη σε ολόκληρη  ψηφΗ την Ε.Ε.

Είναι επίσης αναμφισβήτητο γεγονός η επίτευξη καλύτερης οργάνωσης των διαδικασιών καθώς και η αυτοματοποίηση και επιτάχυνση προς την διεκπεραίωση τυποποιημένων καθηκόντων ούτως ώστε να ολοκληρώνονται και να αποδίδουν σε σύντομο χρόνο οι δικαστικές διαδικασίες.

Η νόσος covid-19, τα προστατευτικά μέτρα και οι περιορισμοί των πολιτών οδήγησαν εξ ανάγκης στην υλοποίηση επενδύσεων και χρήσης ψηφιακών εργαλείων και ως προς τις δικαστικές διαδικασίες. Το Συμβούλιο της Ευρώπης παρότρυνε τα κράτη-μέλη να αυξήσουν την χρήση ψηφιακών εργαλείων σε όλα τα στάδια των δικαστικών διαδικασιών και μάλιστα με μία ολοκληρωμένη ενωσιακή στρατηγική για την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης.

Τόνισε όμως ότι η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών δεν θα πρέπει επ’ ουδενί λόγο να θίγει τις θεμελιώδεις αρχές των δικαστικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, της εγγύησης πραγματικής δικαστικής προστασίας και του δικαιώματος δημόσιας ακρόασης για την επίτευξη μίας δίκαιης δίκης.

Τα ψηφιακά εργαλεία και οι ψηφιακές δεξιότητες στον τομέα της δικαιοσύνης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από δικαστές, εισαγγελείς και δικαστικό προσωπικό σε κάθε περίπτωση με σεβασμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών όσων επιζητούν δικαιοσύνη.

Επισημαίνεται δε ότι η χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην εξουσία λήψης αποφάσεων των δικαστών καθώς και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Δυστυχώς οι χρόνιες παθογένειες της Ελληνικής Δικαιοσύνης με τεράστια επιρροή στην οικονομία, την κοινωνική ειρήνη και την λειτουργία της δημοκρατίας δεν εξαρτώνται μόνον από το θέμα των υποδομών. Αναμφισβήτητα οι υποδομές όπως κτίρια, τεχνολογικές δυνατότητες, ηλεκτρονική κατάθεση αγωγών κ.ά. αναγκαιότητες ηλεκτρονικής παρακολούθησης της πορείας των υποθέσεων, είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο πλην όμως η προβληματική λειτουργία της Δικαιοσύνης έχει να κάνει με πολιτικές που ασκήθηκαν επί δεκαετίες και νοοτροπίες που εμπεδώθηκαν για πολλά χρόνια, αφού η Δικαιοσύνη αποτέλεσε το μέσο για την επίτευξη διαφόρων επιδιώξεων, στόχων και εφαρμογής κοινωνικών πολιτικών.

Μπορεί η διενέργεια μίας ποινικής ιδίως Δίκης να υποκατασταθεί από τα τεχνικά μέσα καθώς πρόκειται για μία διαδικασία με πολλές ανατροπές κατά την εξέλιξή της μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης;

Στις ΗΠΑ αλγοριθμικές τεχνικές συμβάλλουν στην κατηγοριοποίηση των εγκλημάτων σε κλίμακες επικινδυνότητας μέσω πιθανοτήτων υποτροπής αυτών, ως εργαλεία αξιολόγησης του δικαστή. Ειδικά προγράμματα προβλπέπουν την έκβαση της υπόθεσης μέσω διερεύνησης νομολογίας και της συμπεριφοράς των δικαστών.

Η τεχνητή νοημοσύνη από άποψη τεχνολογικής εξέλιξης εισήλθε δυναμικά στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Με την χρησιμοποίησης ειδικών αλγορίθμων παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης μεγάλων αριθμών δικογραφιών και δικαστικών αποφάσεων.

Τα βασικά ερωτήματα που γεννώνται με δεδομένες τις ραγδαίες εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία είναι 1) αν μπορούν οι αλγόριθμοι να προβλέψουν το περιεχόμενο μιας δικαστικής απόφασης, 2) Αν μπορεί να απονεμηθεί Δικαιοσύνη μέσω υπολογιστικών συστημάτων, 3) Αν μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να συνεισφέρει στην ποιότητα και την ακρίβεια των δικαστικών αποφάσεων και αν ναι με ποιον τρόπο;, 4) προστατεύοντα τα δικαιώματα των παραγόντων μιας δίκης και πρωτίστως του κατηγορούμενου με την χρήση τέτοιων συστημάτων; 5) μπορεί μέσω αλγορίθμων να σκιαγραφείται το προφίλ του δράστη και η προσωπικότητά του με βάση μόνο το υλικό της δικογραφίας; 6) θα μπορούσε να υποβοηθηθεί συμβουλευτικά η κρίση του Δικαστή για την αξιολόγηση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του δράστη σε σχέση με την πράξη για την οποία κατηγορείται; 7) μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να λειτουργήσει υπέρ των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου και την διασφάλιση μιας δίκαιης δίκης; Και 8) μπορεί να προσφέρει σε συμβουλευτικό επίπεδο π.χ. ως προς την διαδικασία, τις δικαστικές αποφάσεις, την νομολογία, τα επιστημονικά, εγκληματολογικά, επικοινωνιακά δεδομένα;

Είναι βέβαιο ότι η πανδημία του covid-19 περιόρισε τις ατομικές ελευθερίες και μετέβαλε τις συνθήκες απονομής δικαιοσύνης.

Η ανάγκη λειτουργίας της Δικαιοσύνης ως πυλώνας της Δημοκρατίας οδήγησε  στην αναζήτηση πρόσφορων τρόπων μέσω αξιοποίησης της τεχνολογίας για την ταχύτερη απονομή της.

Σε κάθε περίπτωση όμως οι εξελίξεις της ψηφιακής τεχνολογίας ως εργαλείο στα χέρια των ποινικών Δικαστών δεν θα πρέπει να παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν μια ποινική διαδικασία και πόσο μάλλον μία ποινική δίκη.

Η άποψή μου είναι ότι κανένα Ποινικό Δικαστήριο δεν μπορεί να διεξαχθεί μέσα από οθόνες, διότι τότε αναπόφευκτα θα παραβιάζονταν τα κριτήρια της Δίκαιης Δίκης σύμφωνα και με το άρθρ. 6 της ΕΣΔΑ της 4ης-11-1940 και της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 10ης-12-1948 και κατά βάση θα παραβιάζονταν και οι αρχές της προφορικότητας και της αμεσότητας.

Σε καμία περίπτωση δεν συνάδει η ακροαματική διαδικασία έτσι όπως διεξάγεται αυτή τηρουμένων των δικονομικών κανόνων με μία εικονοτηλεδιάσκεψη.

Σε μια τέτοια περίπτωση ο Δικαστής θα είναι προσηλωμένος σε μία οθόνη χωρίς να εστιάζει στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, τις εκφράσεις του, τις τυχόν κινήσεις αμηχανίας ή υπεκφυγής ή ακόμη συμπεριφορικές κινήσεις, φράσεις δηλωτικές της ενοχής ή της αθώωσής του.

Οι αρχές της προφορικότητας και της αμεσότητας προϋποθέτουν την άμεση αντίληψη και αξιολόγηση των προσφερόμενων και κατά την επί ακροατηρίω διαδικασία, αποδείξεων.

Η αρχή της αμεσότητας αποτελεί μία από τις θεμελιωδέστερες δικονομικές αρχές η οποία διέπει το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο και καθιερώνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις εκ μέρους του δικαστή κατά την αξιολόγηση και αναζήτηση του αποδεικτικού υλικού. Συνδέεται άρρηκτα με την επίτευξη της ορθής απόδειξης και την έννοια της δίκαιης δίκης, δηλαδή συνδέεται άρρηκτα με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και εφάπτεται αξιολογικά με την αρχή της ηθικής απόδειξης.

          Οι διάδικοι έχουν την δυνατότητα κατά την ακροαματική διαδικασία να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία, να προβάλουν ενστάσεις, ισχυρισμούς, να προβαίνουν σε δηλώσεις, προκειμένου το Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του όλο το προς αξιολόγηση αποδεικτικό υλικό. Για να επιτευχθεί όμως αυτό το αποτέλεσμα, απαιτείται η συνεχής παρουσία και η προσεκτική παρακολούθηση  εκ μέρους του δικαστή της διεξαγωγής ενώπιον του ακροαματικής-αποδεικτικής διαδικασίας, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποκτήσει μία σαφή άποψη για την αξιοπιστία του αποδεικτικού υλικού και την ουσιαστική βασιμότητα των εκατέρωθεν προβαλλόμενων ισχυρισμών.

Μόνο σε μία δια ζώσης αποδεικτική διαδικασία έχει ο δικαστής την δυνατότητα και την ευχέρεια να εντοπίζει τυχόν αντιφάσεις, παραπλανητικούς ισχυρισμούς και να αντικρύζει κατά πρόσωπο τον κατηγορούμενο.

Η αμεσότητα (η άμεση αντίληψη), κρίση και αξιολόγηση του εν γένει αποδεικτικού υλικού και των ισχυρισμών του φυσικού δικαστή είναι προαπαιτούμενο ορθής διερεύνησης για την αλήθεια ή αναλήθεια των πραγματικών γεγονότων και της έκδοσης ορθότερης δικαστικής απόφασης κατά βάση αρτιότερα αιτιολογημένης όπερ και αποτελεί προαπαιτούμενο για την ύπαρξη ασφάλειας δικαίου.

Άλλωστε στο άρθρο 178 ΚΙΠΔ θεμελιώνεται η αρχή του απεριόριστου των αποδεικτικών μέσων παρέχοντας το δικαίωμα εισφοράς στο ακροατήριο οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου που έχει νομιμως αποκτηθεί και θα πρέπει να αξιολογηθεί από το δικάζον δικαστήριο.

Ο Νομικός πολιτισμός και ο πυλώνας της Δημοκρατίας που είναι η Δικαιοσύνη επιτάσσει την προάσπιση σε κάθε στάδιο της διαδικασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ο οποίος διατηρεί αναφαίρετο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα να ακροάται από τον φυσικό του Δικαστή με την αυτοπρόσωπη παρουσία του, να αποκρούει τις κατηγορίες, να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, να προσκομίζει τα αποδεικτικά του στοιχεία στο ακροατήριο, να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στα Συμβούλια.

Εν κατακλείδι η τεχνολογική εξέλιξη, η εφεύρεση νέων ψηφιακών εργαλείων, αλγορίθμων κ.ά. δεν μπορεί να παράσχει τις εγγυήσεις για την δίκαιη αντιμετώπιση των κατηγορουμένων η οποία επιτυγχάνεται με την τήρηση των εξωτερικών προϋποθέσεων τη Δίκαιης Δίκης οι οποίες συνίστανται στην Δημοσιότητα, την Ανεξαρτησία και αμεροληψία του Δικαστή, την ισότητα των όπλων μεταξύ αφενός του κατηγορουμένου και αφετέρου της κατηγορούσας αρχής καθώς και των εσωτερικών προϋποθέσεων αυτής και συγκεκριμένα του τεκμηρίου αθωότητας ως προς την δίκαιη μεταχείρισή τους.

Η δικανικής κρίση, η λογική, η ενσυναίσθηση, η αξιολόγηση των γεγονότων, συνάδουν με την ανθρώπινη υπόσταση και επ’ ουδενί λόγο μπορούν να υποκατασταθούν από ψηφιακά συστήματα και τεχνητή νοημοσύνη.

Βούλα Δημητριάδου

Δικηγόρος – Παρ’ Αρείω

Αναπληρωματικό Μέλος

της Ένωσης Ποινικολόγων

και Μαχόμενων Δικηγόρων